- αὐτόχειρος
- αὐτόχειρwith one's own handmasc/fem gen sgαὐτόχειροςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αὐτοχείρως — αὐτόχειρος adverbial αὐτόχειρος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόχειρον — αὐτόχειρος masc/fem acc sg αὐτόχειρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοχείρους — αὐτόχειρος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοχείρῳ — αὐτόχειρος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόχειρ' — αὐτόχειρα , αὐτόχειρ with one s own hand masc/fem acc sg αὐτόχειρι , αὐτόχειρ with one s own hand masc/fem dat sg αὐτόχειρε , αὐτόχειρ with one s own hand masc/fem nom/voc/acc dual αὐτόχειρα , αὐτόχειρος neut nom/voc/acc pl αὐτόχειρε , αὐτόχειρος … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφέντης — ο (θηλ. αφέντισσα, αφέντρα, αφεντού, η) (AM αὐθέντης, ο, Μ και άφέντης) άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης μσν. νεοελλ. 1. (για τον Θεό) κύριος των πάντων, εξουσιαστής 2. κύριος, αφεντικό 3. ιδιοκτήτης, νοικοκύρης 4. πλούσιος, κτηματίας νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
αὐτοχείρων — αὐτόχειρ with one s own hand masc/fem gen pl αὐτόχειρος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόχειρα — αὐτόχειρ with one s own hand masc/fem acc sg αὐτόχειρος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)